αναθυμούμαι

αναθυμούμαι
αναθυμούμαι και αναθυμάμαι (-άσαι, -άται), και αναθυμιέμαι (-ιέσαι, -ιέται), -θυμήθηκα, μτβ.
1. θυμούμαι κάποιον ή κάτι: Χθες σας αναθυμηθήκαμε.
2. θυμούμαι κάτι με πόθο: Αναθυμήθηκα μπακαλιάρο με σκορδαλιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναθυμούμαι — ( έομαι) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αναθυμάμαι — αναθυμούμαι, φέρνω στη μνήμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμάμαι. ΠΑΡ. αναθύμημα. αναθύμηση] …   Dictionary of Greek

  • αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ιστορώ — (ΑΜ ἱστορῶ, έω) [ίστωρ] 1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι 2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω 3. ζωγραφίζω αρχ. 1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ 3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω 5. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • καθυπομιμνήσκομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • συμμιμνήσκομαι — Α [μιμνήσκομαι] αναθυμούμαι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • αναθυμάμαι — (σπάν. αναθυμούμαι) βλ. πίν. 79 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθυμάμαι — βλ. αναθυμούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”